χρυσεοσανδαλος

χρυσεοσανδαλος
    χρυσεοσάνδαλος
    χρῡσεο-σάνδᾰλος
    2
    с золотыми сандалиями
    

ποδὴ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. — бегать в золотых сандалиях


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρυσεοσανδαλος" в других словарях:

  • χρυσεοσάνδαλος — και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος …   Dictionary of Greek

  • χρυσεοσάνδαλον — χρῡσεοσάνδαλον , χρυσεοσάνδαλος with sandals of gold masc/fem acc sg χρῡσεοσάνδαλον , χρυσεοσάνδαλος with sandals of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοσάνδαλος — ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * < χρυσεο + σάνδαλος / σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»